θλιψιοδείκτης

θλιψιοδείκτης
ο
μετρητής πίεσης, όργανο μέτρησης τής πίεσης υγρών ή αερίων, μανόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. manometer (βλ. και λ. μανόμετρο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”